λαμαϊστικός

λαμαϊστικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαμαϊσμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lamaistic < lama «λάμα (ΙΙ)»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”